Αρχικά θεωρείται απαραίτητη μια αποσαφήνιση του όρου της αφήγησης. Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις για την αφήγηση. Μια από αυτές ισχυρίζεται ότι η αφήγηση ως όρος, γένος και πράξη εντάσσεται στο χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας και της αφηγηματολογίας, μολονότι η δεύτερη στη σύγχρονη εποχή ασχολείται περισσότερο με τη μελέτη πεζών κειμένων λόγω της επικράτησης της πεζογραφίας και δη του μυθιστορήματος. Υπάρχει επίσης η άποψη η οποία υποστηρίζει ότι όρος δεν αφορά μόνο τη λογοτεχνία ή τη γλωσσολογία, καθώς η αφήγηση εμπεριέχεται στην καθημερινότητα του ανθρώπου αλλά και στις άλλες τέχνες, όπως κινηματογράφο, ζωγραφική κ.λ.π.
Προφορική αφήγηση ιστοριών (storytelling), είναι η εξιστόρηση και μετάδοση μιας πραγματικής ή φανταστικής ιστορίας. Η αφήγηση ιστοριών είναι η τέχνη της προφορικής περιγραφής πραγματικών ή φανταστικών γεγονότων.
Η αφήγηση, μορφή προφορικής επικοινωνίας και ψυχαγωγίας άλλων καιρών, στην εποχή της τεχνολογίας, της επιστήμης, των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της εικονιστικής πληροφόρησης, φαντάζει για τον σύγχρονο άνθρωπο σαν μια διαδικασία, που όσο απομακρύνεται από το σήμερα τόσο περισσότερο σηματοδοτεί μια νοσταλγική ατμόσφαιρα εποχής «χαμένης ή ξεπερασμένης αθωότητας».
Είναι γεγονός ότι η εξιστόρηση, με την παραδοσιακή της μορφή εκλείποντας οι συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε και εξελίχτηκε, εγκαταλείφθηκε ως μέσο επικοινωνίας, ψυχαγωγίας και έκφρασης. Αυτό καταγράφεται ως γεγονός στο ευρύτερο παγκόσμιο γίγνεσθαι όλων των προηγμένων μεταβιομηχανικών κοινωνιών.
Η εγκατάλειψη της προφορικής αφήγησης είχε ως αποτέλεσμα και την περιθωριοποίηση ενός μεγάλου μέρους των ιστοριών. Η λήθη τόσο της τέχνης του "παραμυθά" όσο και των ιστοριών κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος στο πεδίο της τεχνοκρατούμενης εποχής.
Οι άνθρωποι έπαψαν να λένε και να ακούνε ιστορίες στην καθημερινότητά τους. Όμως η πράξη της αφήγησης δεν εγκαταλείφθηκε εξ' ολοκλήρου. Κι αυτό χάρη στην ευαισθησία, τη σοφία κάποιων ανθρώπων, αλλά κυρίως λόγω της επιστήμης της παιδαγωγικής, της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και της λαογραφίας, οι οποίες τόνισαν κάθε μια για λογαριασμό της, τη σπουδαιότητα των παραμυθιών, την παιδαγωγικότητα της αφήγησης. Ο Froebel διοχέτευσε το παραμύθι στο νηπιαγωγείο και ο Μπετελχάιμ επεσήμανε, με τα επιστημονικά του ευρήματα, τη συμβολική / θεραπευτική σημασία του παραμυθιού και την ανάγκη του ανθρώπου να ακούει και να λέει ιστορίες.
Γενικότερα ο σύγχρονος άνθρωπος απολαμβάνοντας τα θετικά αλλά μετρώντας και τα αρνητικά, που του παρείχε ο νέος τρόπος ζωής, μεταξύ των οποίων η μοναξιά, η αποξένωση από τη φύση και η με τραγικές επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής του παρέμβαση σε αυτή, άρχισε να επανεξετάζει μεταξύ άλλων και τη στάση του απέναντι στην αφήγηση. Καθώς όλο και περισσότερο δημοσιοποιούνται απόψεις ότι τα παραμύθια και οι ιστορίες εκφράζουν την ιστορία του φυσικού, κοινωνικού και κατ΄ επέκταση πολιτιστικού περιβάλλοντος.