25/04/2016

Διαχείριση χρόνου. Ή μήπως όχι;

της Μ. Δανάσκου
Αρθρογραφία

Σάββατο πρωί. Η ώρα είναι 10.00 και ξεκινάω.

Η τσάντα μου, ο φάκελος με τα σχέδια που πρέπει να αφήσω στον Μηχανικό, οι συνταγές που πρέπει να τις βγάλω φωτοτυπία, το στικάκι που πρέπει να αφήσω στο βιβλιοπωλείο για να μου εκτυπώσουν τα αρχεία, ένα σακουλάκι με λίγο κοτόπουλο που περίσσεψε από χθες το βράδυ και με το οποίο θα κάνουν πάρτι τα γατάκια στην πυλωτή, η λίστα με τα ψώνια του supermarket, η σακούλα με τα σκουπίδια.Φεύγω.

Μέσα στο ασανσέρ συναντώ την κυρία του 5ου ορόφου. «Καλημέρα… τι κάνετε; Μέρες έχω να σας δω. Ελάτε να σας κεράσω, μόλις έβγαλα από τον φούρνο μια εξαίρετη σπανακόπιτα και θέλω να μου πείτε την γνώμη σας…» μου λέει. Τι να κάνω! Έχω ιδιαίτερη ευαισθησία στους ηλικιωμένους αλλά και στη σπανακόπιτα, οπότε πήγα για να δοκιμάσω αυτό το (ομολογουμένως εξαίρετο) δημιούργημα της κυρίας του 5ου.

Μετά από μισή ώρα περίπου, ξαναμπαίνω στο ασανσέρ και κατεβαίνω στην πυλωτή. Ταΐζω τα γατάκια και την ώρα που βγαίνω από την καγκελόπορτα πέφτει το μάτι μου σε κάτι νερά στο πλακόστρωτο. Αφήνω στο πεζούλι όλα όσα κρατούσα (τις συνταγές που πρέπει να φωτοτυπήσω, τα σχέδια, τη σακούλα με τα σκουπίδια) και πάω να δω από πού έρχονται αυτά τα νερά. Μμμμ… μάλιστα, στάζει η βρύση. Γιατί στάζει όμως; Κάτι είχα ακούσει κατά καιρούς για τσιμούχες και λαστιχάκια… αλλά πού να είναι οι τσιμούχες και πού τα λαστιχάκια! Και εκεί που αναρωτιόμουνα, εμφανίζεται ο κύριος του ισογείου. «Καλημέρα, τι κάνετε; Βλέπω ασχολείστε με τη βρύση! Ξέρετε έχω κι εγώ ένα θέμα, το παρατήρησα χθες, έρχεστε μια στιγμή να δείτε, σας παρακαλώ…. Εδώ στο πίσω μέρος του κήπου είναι κάτι κουτιά, δεν ξέρω ποιος τα έχει αφήσει, τι να τα κάνουμε…;» Ντράπηκα να πω «όχι» στον κύριο του ισογείου και πήγα να δω τα κουτιά. Αφού τα κοιτούσαμε (τα κουτιά) για μερικά λεπτά και αφού αναλύσαμε όλες τις πιθανές εκδοχές του «ποιος να τα έχει αφήσει εδωπέρα, και τι να τα κάνουμε» επιστρέφω στην προηγούμενη εργασία μου. Στην βρύση. Έλα όμως που δεν είμαι υδραυλικός! Ούτε καν διαχειρίστρια της πολυκατοικίας! Εννοείται πως δεν κατάφερα να αντιληφθώ γιατί έτρεχαν τα νερά, οπότε έχοντας ήδη σπαταλήσει πάνω από 20 λεπτά αποφασίζω να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω.

Και τότε… βλέπω τα γατάκια να έχουν ξαπλώσει πάνω στα σχέδια που πρόκειται να δώσω στον Μηχανικό! Αν είναι δυνατόν! Μα εκεί βρήκαν να ξαπλώσουν! Τι θα κάνω τώρα! Και είναι και τα ποδαράκια τους βρεγμένα από τα νερά! Έντρομη κοιτάζω τα σχέδια τα οποία (ευτυχώς!) δεν είχαν βραχεί πολύ διότι τα είχα μέσα στον φάκελο. Πάλι καλά! Μαζεύω τα σχέδια, μαζεύω και τις συνταγές, παίρνω και τη σακούλα με τα σκουπίδια και βγαίνω από την καγκελόπορτα.

Φτάνω στον κάδο απορριμμάτων, πετάω τα σκουπίδια και… «μα τι είναι αυτό στο παντελόνι μου…;» αναρωτιέμαι. Ένας τεράστιος φρέσκος λεκές! Καλά, πότε έγινε αυτό; Α… η σακούλα με τα σκουπίδια ήταν τρύπια! Και έσταζε πάνω στο παντελόνι μου! «…να πάρω λίγο τον λεκέ με ένα χαρτομάντιλο» σκέφτομαι. Ψάχνω στην τσάντα μου για χαρτομάντιλο αλλά… μάλλον δεν έχω. Φαίνεται προχθές που χρησιμοποίησα το τελευταίο και είπα «να βάλω νέο πακετάκι στην τσάντα μου» μάλλον δεν έβαλα! Άστον τώρα τον λεκέ! Δεν φαίνεται πολύ. Ας τελειώνω με τις δουλειές που πρέπει να κάνω σήμερα!

Περπατάω, φτάνω στο βιβλιοπωλείο. Μπαίνω, δίνω τις συνταγές για αντίγραφα και το στικάκι… πού είναι το στικάκι; Εδώ δεν ήταν; Μαζί με τις συνταγές; Αφού το κρατούσα στο χέρι μου! Ψάχνω στην τσάντα μου, πουθενά το στικάκι! «Λες να μου έπεσε κάπου; Δεν πιστεύω να το πέταξα μαζί με τα σκουπίδια! … Αχ, δεν το πιστεύω!» μονολογώ.

Φεύγω. Πάλι πίσω στο σπίτι για να βρω το στικάκι. Μπαίνοντας στην πυλωτή… Ουφ! Νάτο εκεί είναι! Στο πεζούλι που είχα αφήσει τα πράγματά μου για να φτιάξω τη βρύση! Το παίρνω και με θρησκευτική ευλάβεια το βάζω μέσα στην τσάντα μου, μην το χάσω πάλι! Φτάνω στο βιβλιοπωλείο για δεύτερη φορά, δίνω το στικάκι, εξηγώ τι θέλω να μου εκτυπώσουν και φεύγω. Ευτυχώς το supermarket είναι ακριβώς δίπλα. Μπαίνοντας συναντώ μια φίλη. «Καλημέρα, τι γίνεσαι; Δεν πίνουμε ένα καφεδάκι εδώ δίπλα; Έχει κόσμο έτσι κι αλλιώς εδώ, τι λες;» με ρωτάει. «Ε… ας πιούμε» λέω εγώ. Καθόμαστε δίπλα για καφέ. Αφού τα είπαμε για καμιά ώρα περίπου, ετοιμαζόμαστε να πληρώσουμε για να φύγουμε και να πάμε και οι δύο στο supermarket. «Καλά, αυτός ο τεράστιος φάκελος που κρατάς, τι είναι;» με ρωτάει η φίλη μου. «Είναι τα σχέδια του σπιτιού, μου τα είχε δώσει ο Μηχανικός για να τα δω και σήμερα πρέπει να του τα επιστρέψω…» λέω εγώ. «Να του τα επιστρέψω;» σκέφτομαι. «…μου είχε πει ότι θα ήταν στο γραφείο έως τις 11» συνεχίζω να σκέφτομαι.

Κοιτάζω το ρολόϊ μου. Η ώρα είναι ήδη 12.30! Στις 10.00 δεν ξεκίνησα από το σπίτι; Καλά, πότε πέρασε η ώρα; «Θα έχει φύγει τώρα από το γραφείο του» μονολογώ.

«Φιλενάδα, φεύγω, με συγχωρείς… έχω ήδη αργήσει…» λέω στην φίλη μου, και εξαφανίζομαι τρέχοντας, αφού ήδη έχω καλέσει τον Μηχανικό στο κινητό του για να δω πού βρίσκεται και πού θα τον βρω για να του δώσω τα σχέδια.

Και έχω ακόμη να πάω και supermarket! Και που σίγουρα όταν θα καταφέρω να πάω θα έχει ακόμη περισσότερο κόσμο από όσο είχε όταν συνάντησα τη φίλη μου!

Ερωτήσεις κρίσεως:
Μήπως κάτι δεν έκανα καλά; Μήπως κάπου σπατάλησα τον χρόνο μου; Μήπως ασχολήθηκα με δουλειές που δεν με αφορούσαν; Μήπως σε κάποιους από όσους συνάντησα στον δρόμο μου θα μπορούσα να είχα πει «όχι»;

Ηθικό δίδαγμα:
Ο χρόνος είναι αυτός που είναι. 24 ώρες για κάθε ημέρα. Ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο. Το πώς θα τον διαχειριστούμε και το πώς θα κατανείμουμε τις υποχρεώσεις μας μέσα σε αυτόν, είναι ένα θέμα που εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από μας.
Η ερώτηση που προκύπτει όμως είναι: πρόκειται τελικά για διαχείριση χρόνου ή για διαχείριση «κάτι άλλο»; Και εάν ναι, ποιο είναι αυτό το «κάτι άλλο»;

Διαβάστε επίσης

Καριέρα, τεχνολογία, συνέδρια και νέα σεμινάρια και επιμορφωτικά προγράμματα. Ενημερωθείτε για θέματα εκπαίδευσης και εργασίας