Η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους είναι πολύ περισσότερο διαδεδομένη από ότι πίστευαν μέχρι πρόσφατα οι ειδικοί ψυχικής υγείας. Είναι η τέταρτη πιο συχνή ψυχική διαταραχή στις ΗΠΑ, και αποτελεί το 10% των ατόμων που επισκέπτονται τη Μονάδα Θεραπείας της Συμπεριφοράς του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής. Επίσης παρουσιάζει 60-70% συννόσηση με άλλους κλινικούς πληθυσμούς, κυρίως κατάθλιψη, διαταραχές προσωπικότητας και άλλες αγχώδεις διαταραχές.
Η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους διαφέρει από την απλή ντροπαλότητα ή συστολή καθώς το άτομο με Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους αισθάνεται πολύ εντονότερο άγχος, αποφεύγει με κάθε τρόπο τις κοινωνικές καταστάσεις που του προκαλούν φόβο, και το άγχος του συνοδεύεται από σωματικά συμπτώματα όπως ερυθρίαση, ξηροστομία, γαστρεντερικές δυσλειτουργίες, συχνοουρία, μούδιασμα, δύσπνοια ή /και γρήγορη αναπνοή.
Έχει φανεί από μελέτες ότι οι άνθρωποι με διαταραχή κοινωνικού άγχους δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην γνώμη που έχουν οι άλλοι για εκείνους, σε βαθμό που αρνητική κρίση των άλλων αποκτάει διαστάσεις καταστροφής.
ΟΙ ασθενείς δυσκολεύονται να εργαστούν, ή αν εργάζονται είναι πιθανό να αρνηθούν μια προαγωγή ή μια θέση, παρόλο που ανταποκρίνεται στις ικανότητες τους. Δυσκολεύονται να βγουν από το σπίτι, ή επιλέγουν ασφαλείς διαδρομές (λιγότεροι άνθρωποι, ή /και λιγότεροι γνωστοί τους). Δυσκολεύονται να δημιουργήσουν μακροχρόνιες σχέσεις.
Συχνά καταφεύγουν στην κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών, για να διαχειριστούν το άγχος τους και να ανακουφίσουν τα συμπτώματα.
Η Διαταραχή Κοινωνικού Άγχους είναι μια από τις σοβαρότερες αγχώδεις διαταραχές, που είναι δυνατόν να επηρεάσει και να περιορίσει την προσωπική, οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή ενός ατόμου, και αν δεν γίνει αντιληπτή από το ίδιο το άτομο και το περιβάλλον του ως αποκλίνουσα συμπεριφορά, ώστε να ζητηθεί θεραπεία, συνήθως διαρκεί για όλη τη ζωή.